-
1 βοεία
βοεία, ἡ, Hom. auch βοέη, eigentl. fem. von βόειος, βόεος, scil. δορά, Rindshaut, meist die abgezogene; Odyss. 20, 142 ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ, 20, 2 ἀδέψητον βοέην, 20, 96. 22, 364 Iliad. 22, 159 βοείην, Iliad. 11, 843. 12, 296 βοείας, 17, 389 ταυροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην; 18, 582 σμερδαλέω δὲ λέοντε δυ' ἐν πρωτῃσι βόεσσιν ταῦρον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκως ἕλκετο· – τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον. Die Schilde waren aus Rindsleder gemacht; daher Iliad. 17, 492 βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι, Schilde. – Riemen aus Rindsleder, H. h. Ap. 487.
-
2 ἀ-δέψητος
ἀ-δέψητος, ungegerbt, Hom. zweimal, Od. 20, 2 κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ', 20, 142 ἀλλ' ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ; – Ap. Rh. 3. 206 u. sp. D.
-
3 βόειος
A (Apulian vase) is dub.): ([etym.] βοῦς):— of an ox or oxen, esp. of ox-hide,δέρμα βόειον Od.14.24
;βοέοισιν ἱμᾶσιν Il.23.324
;βοείας ἀσπίδας 5.452
;βόεα κρέα Hdt.2.37
, 168;τὰ β. κρέα Pl.R. 338c
;γάλα β. E.Cyc. 218
, Arist.HA 521b33, Dsc.4.83, Porph.Abst.4.17; ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν, of Dionysus, Plu.2.364f: metaph., β. ῥήματα bull-words, Ar.Ra. 924.II [full] βοείη or [full] βοέη (sc. δορή), ἡ, ox-hide,ἀδέψητον βοέην Od.20.2
, 142;βοὸς μεγάλοιο βοείην Il.17.389
; ox-hide shield, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι ib. 492; βοῶν τ' εὖ ποιητάων ([var] contr. for βοέων) 16.636. -
4 κῶας
A fleece,στόρεσαν λέχος,.. κώεά τε ῥῆγός τε Il.9.661
, cf. Od.23.180;ἀδέψητον βοέην στόρεσ', αὐτὰρ ὕπερθε κώεα πόλλ' ὀΐων 20.3
, cf. 142; ; ; , cf. 17.32; of the Golden Fleece,κ. αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ Pi.P.4.231
;ἔπλεον ἐπὶ τὸ κ. ἐς Αἶαν Hdt.7.193
;μέγα κ. Mimn.11.1
;τὸ χρύσειον κ. Theoc.13.16
.—Cf. κῴδιον.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий